καλπάζω — καλπάζω, κάλπασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλπάζω — κάλπασα 1. τρέχω με καλπασμό: Μεριάσαμε, γιατί τα άλογα πέρασαν καλπάζοντας. 2. προχωρώ, αναπτύσσομαι γρήγορα: Πρόκειται για καλπάζουσα φθίση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλπάζει — καλπάζω trot pres ind mp 2nd sg καλπάζω trot pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλπάζειν — καλπάζω trot pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλπάζοντας — καλπάζω trot pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλπάσας — καλπά̱σᾱς , καλπάζω trot fut part act fem acc pl (doric) καλπά̱σᾱς , καλπάζω trot fut part act fem gen sg (doric) καλπάσᾱς , καλπάζω trot aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακαλπάζω — ἀνακαλπάζω (Α) καλπάζω, τρέχω με καλπασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα * + καλπάζω] … Dictionary of Greek
ὑποκαλπαζόντων — ὑπό καλπάζω trot pres part act masc/neut gen pl ὑπό καλπάζω trot pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γκαλοπάρω — [γκαλόπ] καλπάζω, τρέχω έφιππος με καλπασμό … Dictionary of Greek
διατροχάζω — διατροχάζω, (Α) [τροχάζω] 1. (για άλογα) τριποδίζω, καλπάζω 2. (για πρόσωπα) τρέχω έφιππος εδώ κι εκεί 3. σπεύδω, ορμώ 4. κινούμαι με θόρυβο τριγύρω … Dictionary of Greek